παινεύω

παινεύω
παινεύω και παινώ παίνεψα, παινεύτηκα, παινεμένος, εγκωμιάζω, μιλώ κολακευτικά για κάποιον· μέσ., παινεύομαι και παινιέμαι καυχιέμαι, παινεύω τον εαυτό μου: Ο γύφτος αν δεν παινέψει το καλύβι του θα πέσει και θα τον πλακώσει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παινεύω — παινεύω, παίνεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παινεύω — και παινώ (Μ παινῶ, άω) 1. επαινώ, εγκωμιάζω 2. μέσ. παινεύομαι καυχιέμαι, περιαυτολογώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παινεμένος, η, ο πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός («Αρβανίτες παινεμένοι, πού ν ο Αλή πασάς καημένοι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ …   Dictionary of Greek

  • καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …   Dictionary of Greek

  • μυριοπαίνετος — η, ο αυτός που έχει επαινεθεί άπειρες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + παινετός (< παινεύω)] …   Dictionary of Greek

  • παίνεμα — το, ή παινεμός, ο [παινεύω] έπαινος, εγκώμιο …   Dictionary of Greek

  • παινάδι — και παινέδι, το αρετή, προτέρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παινώ / παινεύω + κατάλ. άδι (πρβλ. ψεγ άδι)] …   Dictionary of Greek

  • παινεσιά — και παινεψιά, η [παινεύω] παίνεμα …   Dictionary of Greek

  • παινετός — ή, ό [παινεύω] αυτός που εγκωμιάστηκε ή αυτός που είναι άξιος για έπαινο …   Dictionary of Greek

  • παινώ — (Μ παινῶ, άω) βλ. παινεύω …   Dictionary of Greek

  • παινεύομαι — παινεύομαι, παινεύτηκα, παινεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: παινεύομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του παινεύω (με την έννοια → επαινούμαι από κάποιον). Συνήθως σημαίνει → καυχιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”