παινεύω — παινεύω, παίνεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παινεύω — και παινώ (Μ παινῶ, άω) 1. επαινώ, εγκωμιάζω 2. μέσ. παινεύομαι καυχιέμαι, περιαυτολογώ 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παινεμένος, η, ο πασίγνωστος, περίφημος, ξακουστός («Αρβανίτες παινεμένοι, πού ν ο Αλή πασάς καημένοι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… … Dictionary of Greek
μυριοπαίνετος — η, ο αυτός που έχει επαινεθεί άπειρες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + παινετός (< παινεύω)] … Dictionary of Greek
παίνεμα — το, ή παινεμός, ο [παινεύω] έπαινος, εγκώμιο … Dictionary of Greek
παινάδι — και παινέδι, το αρετή, προτέρημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παινώ / παινεύω + κατάλ. άδι (πρβλ. ψεγ άδι)] … Dictionary of Greek
παινεσιά — και παινεψιά, η [παινεύω] παίνεμα … Dictionary of Greek
παινετός — ή, ό [παινεύω] αυτός που εγκωμιάστηκε ή αυτός που είναι άξιος για έπαινο … Dictionary of Greek
παινώ — (Μ παινῶ, άω) βλ. παινεύω … Dictionary of Greek
παινεύομαι — παινεύομαι, παινεύτηκα, παινεμένος βλ. πίν. 18 Σημειώσεις: παινεύομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του παινεύω (με την έννοια → επαινούμαι από κάποιον). Συνήθως σημαίνει → καυχιέμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής